- ἀνακαγχάζοντες
- ἀνακαγχάζωburst out laughingpres part act masc nom/voc plἀνακαγχάζωburst out laughingpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.